κενέβρειος

κενέβρειος
κενέβρειος, -ον (Α)
1. (για ζώα) νεκρός, ψόφιος
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) τα κενέβρεια
α) πτώματα, θνησιμαία, ψοφίμια
β) η αγορά όπου πωλούνταν θνησιμαίο κρέας για τα σκυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πολύ αμφβλ. η σύνδεσή του με το κινάβρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κενέβρειον — κενέβρειος carrion masc/fem acc sg κενέβρειος carrion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενεβρείων — κενέβρειος carrion masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενέβρεια — κενέβρειος carrion neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινάβρα — η (Α κινάβρα) 1. η ιδιάζουσα οσμή τών τράγων, τραγίλα 2. (για πρόσ.) η μυρωδιά τού ιδρώτα αρχ. 1. η γενειάδα («ἀνθρωπινώτερος νῡν ἀναπέφηνας άποθέμενος σαυτοῡ τήν κινάβραν», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Φώτ.) α) μικρολογία β) τα περιττώματα γ) το πυκνό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”