- κενέβρειος
- κενέβρειος, -ον (Α)1. (για ζώα) νεκρός, ψόφιος2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) τα κενέβρειαα) πτώματα, θνησιμαία, ψοφίμιαβ) η αγορά όπου πωλούνταν θνησιμαίο κρέας για τα σκυλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πολύ αμφβλ. η σύνδεσή του με το κινάβρα].
Dictionary of Greek. 2013.